μανούλα

μανούλα
η
(υποκορ. του ονόματος μάνα)
1. χαϊδευτικό της μάνας.
2. προσωνυμία για αγαπημένο πρόσωπο: Κάτσε φρόνιμα μανούλα μου!
3. μτφ., επιτήδειος σε κάτι: Είναι μανούλα στα ψέματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Diminutive — In language structure, a diminutive,[1] or diminutive form (abbreviated dim), is a formation of a word used to convey a slight degree of the root meaning, smallness of the object or quality named, encapsulation, intimacy, or endearment.[2][3] It… …   Wikipedia

  • Rena Vlahopoulou — Infobox actor name = Rena Vlahopoulou Ρένα Βλαχοπούλου caption = birthname = Ειρήνη Βλαχοπούλου birthdate = 1923 birthplace = deathdate = 29 July 2004 deathplace = Athens, Greece restingplace = restingplacecoordinates = othername = occupation =… …   Wikipedia

  • μαννούλα — και μανούλα, η (με θωπευτική σημ.) μητερούλα …   Dictionary of Greek

  • τρελαίνω — και παλ. τ. τρελλαίνω Ν [τρελ (λ)ός] 1. κάνω κάποιον τρελό, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του («ο χαμός τού παιδιού της τήν τρέλανε») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ («τήν τρέλανε στο ξύλο») 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • Γουμενοπούλου-Κουβαλιά, Μαρία — (Αθήνα 1923 –). Νηπιαγωγός, κοινωνική λειτουργός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη σχολή νηπιαγωγών και κοινωνικών λειτουργών. Από τα μαθητικά της χρόνια ακόμα, άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία, την οποία και καλλιέργησε σημαντικά αργότερα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”